- εντεταμένος
- η , ο1) натянутый (о верёвке, луке); 2) перен. натянутый, напряжённый, обострённый (об отношениях);
εντεταμένες σχέσεις — натянутые отношения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντεταμένες σχέσεις — натянутые отношения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντεταμένος — η, ον βλ. εντείνω … Dictionary of Greek
ἐντεταμένος — ἐντείνω stretch perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύντονος — ἀσύντονος, ον (Α) [σύντονος] μη εντεταμένος, χαλαρός … Dictionary of Greek
εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek